- ὀχυρώματα
- ὀχύρωμαstrongholdneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CERCINA vel CERCINNA — CERCINA, vel CERCINNA insul. parva maris Mediterranei, cum urbe eiusdem nominis in ora africae, et regni Tunetani, ad promontorium minoris Syrtis sita. Plin. l. 5. c. 7. Inde Cercynites perparva insula, Cercinae superiori Carthaginem versus ponte … Hofmann J. Lexicon universale
αναβαθμίδα — η (Α ἀναβαθμίς) σκαλί, σκαλοπάτι νεοελλ. 1. μικρή φορητή σκάλα 2. Στρ. επικλινής επιχωμάτωση με την οποία ανεβάζουν στα οχυρώματα το πυροβόλο στη θέση μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βαθμίς] … Dictionary of Greek
αντοικοδομώ — ἀντοικοδομῶ ( έω) οικοδομώ, κατασκευάζω οχυρώματα εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
αποτειχίζω — ἀποτειχίζω (Α) Ι. 1. περιβάλλω πόλη ή τόπο με τείχος για οχύρωση ή αποκλεισμό 2. κρατώ μακριά, εμποδίζω κάποιον ή κάτι με οχυρωματικά τείχη 3. αποχωρίζω, χωρίζω II. ( ομαι) 1. ανεγείρω μεσότοιχο, τοίχο για διαχωρισμό 2. ανεγείρω οχυρώματα … Dictionary of Greek
δέρρις — και δέρσις, η (Α) 1. δέρμα 2. δερμάτινο κάλυμμα, χιτώνιο 3. παραπέτασμα 4. στον πληθ. δέρρεις δερμάτινα παραπετάσματα κρεμασμένα μπροστά στα οχυρώματα ή στα πλευρά πολεμικών πλοίων για προφύλαξη από ριπτόμενα εχθρικά βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ … Dictionary of Greek
εκτειχίζω — ἐκτειχίζω (Α) τειχίζω εντελώς, ενισχύω με οχυρώματα, οχυρώνω («ἆθλα ὑποσχόμενος δώσειν τοῑς πρώτοις ἐκτειχίσασι», Ξεν.) … Dictionary of Greek
κρεμαστός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 165 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, 82 χλμ. Α της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών του νομού Ευβοίας. * * * ή, ό (AM κρεμαστός, ή, όν) [κρεμάννυμι] 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
λέκτρο — το (Α λέκτρον) νεοελλ. (στρατ. και ναυτ.) δάπεδο πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένα και μετακινούνται τα πυροβόλα στα οχυρώματα ή στους ειδικούς πυργίσκους τών πολεμικών πλοίων αρχ. 1. κλίνη, ανάκλιντρο («κλαῑε δ ἄρ ἐν λέκτροισι καθεζομένη… … Dictionary of Greek
πωμήριον — τὸ, Α ιερή γραμμή, υπολογιζόμενη στα συμβολικά και όχι στα πραγματικά τείχη ή οχυρώματα τής Ρώμης, η οποία ήταν οριοθετημένη με λίθινους στύλους, τοποθετημένους κατά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pomoerium < post «πίσω» + moerus / murus… … Dictionary of Greek
Ιεράπετρα — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 11.678 κάτ.) της Κρήτης, έδρα του ομώνυμου δήμου στον νομό Λασιθίου. Βρίσκεται στις νότιες ακτές του νομού, που βρέχονται από το Λιβυκό πέλαγος. Η Ι. παρουσιάζει αξιόλογη τουριστική κίνηση χάρη στο θερμό κλίμα της καθ’ όλη τη… … Dictionary of Greek